- ὁμαλής
- ὁμαλήςlevelmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομαλής — ὁμαλής, ές (Α) 1. (για το έδαφος) επίπεδος, ομαλός («ἀνελθόντι ὁμαλής ἐστιν ὁ λόφος καὶ ἐπίπεδος», Παυσ.) 2. (για τους νεφρούς) γλιστερός 3. (για φύλλωμα) λείος 4. (για κίνηση) ισοταχής 5. (για συνθήκες ζωής) μη υπερβολικός, μέτριος, μετρημένος 6 … Dictionary of Greek
ὁμαλῆς — ὁμαλεύς leveller masc nom pl ὁμαλεύς leveller masc nom/voc pl ὁμαλής level masc/fem acc pl (attic epic doric) ὁμαλής level masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ὁμαλός even fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμαλεστέρων — ὁμαλής level fem gen comp pl ὁμαλής level masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμαλές — ὁμαλής level masc/fem voc sg ὁμαλής level neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμαλεστέρους — ὁμαλής level masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμαλοῦς — ὁμαλής level masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμαλέσι — ὁμαλής level masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμαλέσιν — ὁμαλής level masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμαλέστερα — ὁμαλής level neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμαλέστεροι — ὁμαλής level masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)